- σαρκοκηλικός
- σαρκο-κηλικός, ή, όν,A afflicted with sarcocele, Id.14.789.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαρκοκηλικός — ή, όν, Α [σαρκοκήλη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σαρκοκήλη 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ σαρκοκηλικός και η σαρκοκηλική αυτός που πάσχει από σαρκοκήλη … Dictionary of Greek
σαρκοκηλικόν — σαρκοκηλικός afflicted with sarcocele masc acc sg σαρκοκηλικός afflicted with sarcocele neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκοκηλικοί — σαρκοκηλικός afflicted with sarcocele masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)